ἐπικαταῤῥήγνῡμι

ἐπικαταῤῥήγνῡμι
ἐπι-καταῤ-ῥήγνῡμι, darüber, darauf zerreißen, pass. zerplatzen; herabstürzen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”